- αρχιγάλλος
- Αρχηγός των ιερέων της Κυβέλης (που ονομάζονταν γάλλοι) στη Ρώμη. Ο α. διοριζόταν από την πολιτεία ισόβια· ήταν υποχρεωμένος να κατοικεί στον ναό, να εποπτεύει στις θυσίες που προσφέρονταν για το καλό της πόλης προς τιμήν της Κυβέλης, η οποία στη Ρώμη λεγόταν Magna Mater (Μεγάλη Μήτηρ) και να ερμηνεύει τη θέληση της θεάς, που εκφραζόταν με χρησμούς, με την ευκαιρία μιας εορτής της τον Μάρτιο ή όταν σε ιδιαίτερες περιπτώσεις ζητούσαν επίσημα τη συμβουλή της. Οι ιερείς αυτοί, όπως και η λατρεία της θεάς, απέκτησαν μεγάλη σπουδαιότητα την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Dictionary of Greek. 2013.